- ολμίσκος
- ο (Α ὁλμίσκος) [όλμος]νεοελλ.μικρός όλμοςαρχ.1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα τής θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)2. φατνίο δοντιού3. τεμάχιο κώνου4. μικρό γουδί.
Dictionary of Greek. 2013.